- οχληρός
- -ή, -ὁ (Α ὀχληρός, -ά, -όν)(για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικόςαρχ.1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός3. θορυβώδης, ταραχώδης.επίρρ...οχληρώς και -ά (Α ὀχληρῶς)με οχληρό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.